υἱωνεῖς

υἱωνεῖς
υἱωνεύς
masc acc pl
υἱωνεύς
masc nom/voc pl (parad-form)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υιωνός — και ὑωνός και υἱωνεύς, έως, ὁ, θηλ. υἱωνή, ΜΑ, και ως θηλ. υἱωνός, ἡ, Μ ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱος + επίθημα ωνός, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (πρβλ. οἰ ωνός, χελ ώνη) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”